ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΕΛΙΑΣ

ΑΘΗΝΟΛΙΑ

Η Αθηνολιά περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Αναγνωστόπουλο το έτος 1930 ως

Olea europea var. Mamillaris sub. Minima. Η ποικιλία αυτή είναι γνωστή και ως Τσουνάτη.

Η κοινή της ονομασία είναι Μαστοειδής.

Είναι ποικιλία που μόνο στη περιοχή του Δήμου Μονεμβασίας καλλιεργείται συστηματικά

και σε ορισμένες περιοχές του μάλιστα και κατά αποκλειστικότητα.

Είναι γνωστή για τον έντονο αρωματικό και φρουτώδη χαρακτήρα που προσδίδει στο ελαιόλαδο που παράγεται από την έκθλιψη της.

Ωριμάζει πρώιμα, παρότι ο καρπός συγκομίζεται σχεδόν πράσινος κι έτσι και η συγκομιδή της τελειώνει αρκετά νωρίς, τέλος Νοεμβρίου με αρχές Δεκεμβρίου.

Η πρώιμη συγκομιδή της μειώνει το ποσοστό προσβολής του καρπού από μυκητολογικές ασθένειες που μπορεί να προκύψουν από τις πρώτες φθινοπωρινές βροχοπτώσεις και οι οποίες αποτελούν παράγοντα ποιοτικής υποβάθμισης του ελαιοκάρπου.

Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω δίνει υγιή καρπό και κατ’ επέκταση εξαιρετικής ποιότητας ελαιόλαδο χαμηλής οξύτητας κι υψηλής περιεκτικότητας σε αντιοξειδωτικές ουσίες.

Τελευταία μάλιστα έχει συνδεθεί με τους υψηλότερους δείκτες σε περιεκτικότητα ολικών πολυφαινολών και δείχνει να υπερτερεί συγκριτικά όλων των ελληνικών ποικιλιών.

ΑΘΗΝΟΛΙΑ

Η Αθηνολιά περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Αναγνωστόπουλο το έτος 1930 ως

Olea europea var. Mamillaris sub. Minima. Η ποικιλία αυτή είναι γνωστή και ως Τσουνάτη.

Η κοινή της ονομασία είναι Μαστοειδής.

Είναι ποικιλία που μόνο στη περιοχή του Δήμου Μονεμβασίας καλλιεργείται συστηματικά

και σε ορισμένες περιοχές του μάλιστα και κατά αποκλειστικότητα.

Είναι γνωστή για τον έντονο αρωματικό και φρουτώδη χαρακτήρα που προσδίδει στο ελαιόλαδο που παράγεται από την έκθλιψη της.

Ωριμάζει πρώιμα, παρότι ο καρπός συγκομίζεται σχεδόν πράσινος κι έτσι και η συγκομιδή της τελειώνει αρκετά νωρίς, τέλος Νοεμβρίου με αρχές Δεκεμβρίου.

Η πρώιμη συγκομιδή της μειώνει το ποσοστό προσβολής του καρπού από μυκητολογικές ασθένειες που μπορεί να προκύψουν από τις πρώτες φθινοπωρινές βροχοπτώσεις και οι οποίες αποτελούν παράγοντα ποιοτικής υποβάθμισης του ελαιοκάρπου.

Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω δίνει υγιή καρπό και κατ’ επέκταση εξαιρετικής ποιότητας ελαιόλαδο χαμηλής οξύτητας κι υψηλής περιεκτικότητας σε αντιοξειδωτικές ουσίες.

Τελευταία μάλιστα έχει συνδεθεί με τους υψηλότερους δείκτες σε περιεκτικότητα ολικών πολυφαινολών και δείχνει να υπερτερεί συγκριτικά όλων των ελληνικών ποικιλιών.

ΚΟΡΩΝΕΪΚΗ

Η Κορωνέϊκη έχει περιγραφεί από τους Ευελπίδη και Κρίμπα ως Olea europea var. Mastoids και από τον Αναγνωστόπουλο ως Olea europaea var. Microcarpa.

Η φροντίδα της ελιάς διαρκεί ολόκληρο τον χρόνο και περιλαμβάνει παρεμβάσεις όπως το κλάδεμα της, το πότισμα και την καταπολέμηση ζιζανίων που προσβάλλουν την ελιά και τον καρπό της. Το κλάδεμα της ελιάς είναι υπέυθυνο για να διατηρήσει το δέντρο υγιές, να αποβάλλονται τα ξερά μέρη, να εξασφαλίζεται ισορροπία στην ανάπτυξη της, καλύτερο αερισμό της και καλύτερη πρόσβαση των καρπών στον ήλιο.

H ίδια ποικιλία είναι γνωστή κι ως Ψιλολιά, Λαδολιά, Κορώνη, Βάτσικη και Λιανολιά. Τα πολλά ονόματα της, τα οφείλει η ποικιλία στη μεγάλη εξάπλωση της ανά τα διάφορα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας και το διάφορο (συνήθως μικρό) μέγεθος του καρπού που ποικίλει ανάλογα με τις εδαφικές και κλιματικές συνθήκες καθώς και τις καλλιεργητικές φροντίδες.

Η ωρίμανση της αρχίζει νωρίς τον Νοέμβριο και τελειώνει αργά τον Δεκέμβριο ενώ η συγκομιδή της μπορεί να ξεκινήσει μετά το 1ο Δεκαήμερο του Γενάρη, αποφεύγοντας έτσι την όψιμη δακοπροσβολή και τους πρώιμους παγετούς.

Το διαχωριζόμενο ελαιόλαδο είναι το εκλεκτότερο όλων των ποικιλιών με υπέροχο έντονο άρωμα και πικάντικη γεύση.

ΟΙ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ ΤΗΣ ΝΤΟΠΙΑΣ ΑΘΗΝΟΛΙΑΣ, ΣΕ ΠΟΣΤΟΣΤΟ 70%,

ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΡΩΝΕΪΚΗΣ, ΣΕ ΠΟΣΟΣΤΟ 30%, ΔΙΝΟΥΝ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ

ΠΟΙΟΤΙΚΟΤΕΡΑ ΕΛΑΙΟΛΑΔΑ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΝΑ ΒΡΕΙ

ΑΝΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, ΜΕ ΤΗΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΗ ΦΡΟΥΤΩΔΗ ΓΕΥΣΗ.